исчерпывать - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

исчерпывать - translation to Αγγλικά


исчерпывать      
исчерпать
v.
exhaust, drain, settle
exhaust         
WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Exaughst; Exhaustive; Exhaust (disambiguation); Exhausts; Exhaustion (disambiguation)
исчерпывать, истощать (природные ресурсы)
deplete         
WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Deplete; Depletionism; Depletion (disambiguation); Depleted
истощать; исчерпывать (напр. запасы)

Ορισμός

исчерпывать
ИСЧ'ЕРПЫВАТЬ, исчерпываю, исчерпываешь (·книж. ). ·несовер. к исчерпать
.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για исчерпывать
1. То есть начнут исчерпывать наши золотовалютные резервы.
2. Может, иные формы взаимодействия традиционного и актуального начинают себя исчерпывать?
3. Сейчас он себя исчерпал? ответ: Его высосали из пальца, поэтому и исчерпывать нечего.
4. Потенциал эксклюзивных скандальных тем и всего того, "что скрыто", видимо, начинает себя постепенно исчерпывать.
5. Похоже, что партия власти начинает исчерпывать "скамейку запасных". В кадровой карусели замелькали одни и те же люди.
Μετάφραση του &#39исчерпывать&#39 σε Αγγλικά